- φρουρουμένη
- φρουρέωkeep watchpres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρουρουμένῃ — φρουρέω keep watch pres part mp fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρουμένηι — φρουρουμένῃ , φρουρέω keep watch pres part mp fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάλυψη — η / προκάλυψις, ύψεως, ΝΑ [προκαλύπτω] κάλυψη και προφύλαξη από εμπρός νεοελλ. στρ. 1. το σύνολο τών μέτρων που παίρνονται για την απόκρουση αιφνιδιαστικής επίθεσης τού εχθρού σε μια ορισμένη θέση καθώς και η προκαλυπτόμενη περιοχή 2. εγκατάσταση … Dictionary of Greek